ῥοδόμαλον

ῥοδόμαλον
ῥοδό-μᾱλον,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ροδομάλον — τὸ, Α ροδόμηλον …   Dictionary of Greek

  • ροδόμηλον — και δωρ. τ. ῥοδομᾱλον, τὸ, Α 1. ροδόχρωμο μήλο 2. γλύκισμα από κυδώνι και ροδοπέταλα 3. μτφ. παχουλό και ροδόχρωμο μάγουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + μῆλον / μᾶλον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”